ἁλιεύσει

ἁλιεύσει
ἁλιεύω
fish
aor subj act 3rd sg (epic)
ἁλιεύω
fish
fut ind mid 2nd sg
ἁλιεύω
fish
fut ind act 3rd sg
ἁ̱λιεύσει , ἁλιεύω
fish
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἁ̱λιεύσει , ἁλιεύω
fish
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστακογαρίδα — Καρκινοειδές δεκάποδο, της οικογένειας των νεφροπειδών ή χομαριδών, της υπόταξης των μακροούρων. Το είδος αυτό ζει στην ιλύ του βυθού του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου σε διάφορα βάθη, από 30 έως 150 μ. Το επιστημονικό όνομα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”